Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρούσταλλο το [krústalo] Ο41 : (λαϊκότρ., λογοτ.) κρύσταλλο (στις σημ. 1β, 2).
[μσν. κρούσταλλο(ν) < ελνστ. κρύσταλλος μεταπλ. με βάση την αιτ. ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του [r] )]