Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρούστα η [krústa] Ο25α : λεπτό στρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια μιας παχύρρευστης συνήθ. ουσίας: H ~ του γάλατος / της κρέμας, πέτσα. || Στους δρόμους είχε σχηματιστεί μια ~ λεπτή πάγου. || Φύλλα κρούστας, λεπτά φύλλα ζαχαροπλαστικής για πίτες και γλυκίσματα.
[λατ. crusta ή μέσω του ιταλ. crosta (με τροπή [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του [r] )]
[Λεξικό Κριαρά]
- κρούσταλλ‑, κρουστάλλ‑, κρουσταλλ‑,
- βλ. κρύσταλλ‑, κρυστάλλ‑, κρυσταλλ‑.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρουσταλλένιος -α -ο [krustalénos] Ε4 : (λαϊκότρ., λογοτ.) κρυσταλλένιος.
[κρούσταλλ(ο) -ένιος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρουσταλλιάζω [krustalázo] Ρ2.1α μππ. κρουσταλλιασμένος : (λαϊκότρ., λογοτ.) κρυσταλλιάζω.
[κρούσταλλ(ο) -ιάζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρουστάλλιασμα το [krustálazma] Ο49 : (λαϊκότρ., λογοτ.) κρυστάλλιασμα.
[κρουσταλλιασ- (κρουσταλλιάζω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρούσταλλο το [krústalo] Ο41 : (λαϊκότρ., λογοτ.) κρύσταλλο (στις σημ. 1β, 2).
[μσν. κρούσταλλο(ν) < ελνστ. κρύσταλλος μεταπλ. με βάση την αιτ. ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του [r] )]