Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρούση η [krúsi] Ο31 : 1. (φυσ.) α. η δράση την οποία ασκεί επάνω σε ένα άλλο σώμα ένα σώμα που κινείται, όταν έρθει σε επαφή μαζί του. β. δοκιμασία κρούσεως, δοκιμασία για να εξακριβωθεί η αντοχή ενός υλικού στη θραύση. 2. (στρατ.) σε μια πολεμική επιχείρηση, δοκιμαστική επίθεση εναντίον του εχθρού: Ομάδες κρούσεως. Δυνάμεις κρούσεως. || ΦΡ κάνω ~ σε κπ., διερευνώ τις προθέσεις του.
[λόγ. < αρχ. κροῦ(σις) -ση]