Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρουασάν
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρουασάν το [kruasán] Ο (άκλ.) : είδος αρτοσκευάσματος σε σχήμα μισοφέγγαρου, με γέμιση από μαρμελάδα, σοκολάτα κτλ. κρουασανάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < γαλλ. croissant]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες