Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρουαζιέρα η [kruazjéra] Ο25α : οργανωμένο ταξίδι αναψυχής, κυρίως θαλάσσιο, αλλά και σε μεγάλα ποτάμια ή λίμνες, στο οποίο οι επιβάτες συμμετέχουν σε μια ψυχαγωγική περιήγηση σε διάφορα λιμάνια: Πάω / είμαι σε ~. ~ στο Nείλο / στη Mεσόγειο.
[λόγ. < γαλλ. croisièr(e) -α]