Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρουαζέ το [kruazé] Ο (άκλ.) : (ραπτ.) για μπλούζα ή φόρεμα του οποίου τα δύο φύλλα του κορσάζ καλύπτουν χιαστί το ένα το άλλο. || (ως επίθ.).
[λόγ. < γαλλ. croisé]