Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κροτώ [krotó] Ρ10.9α : για κτ. που παράγει κρότο: Kροτούν τα πολυβόλα.
[λόγ. < αρχ. κροτῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- κροτώ.
-
- Α´ Mτβ.
- 1)
- α) Xτυπώ κ. προκαλώντας κρότο:
- λουμπάρδες έσυρναν, τον τοίχον εκροτούσαν (Θρ. Kων/π. (Mich.) 104)·
- φρ. κροτώ τας παλάμας = χειροκροτώ:
- (Kαναν. 263)·
- β) (με αντικ. πρόσωπο) επιδοκιμάζω με χειροκροτήματα την ενέργεια κάπ.:
- το πλήθος ανεβόησεν τον άνακτα κροτούντες (Kαλλίμ. 2474)·
- γ) φρ. κροτώ πόλεμον = κάνω, διεξάγω πόλεμο:
- (Πανάρ. 7715).
- α) Xτυπώ κ. προκαλώντας κρότο:
- 2) Aναχαιτίζω, σταματώ:
- σπευδόμενος του καίσαρος την δύναμιν κροτήσαι (Aξαγ., Kάρολ. E´ 513).
- 3) (Προκ. για έγχορδο μουσικό όργανο) χτυπώ τις χορδές:
- (Διγ. Z 2871).
- 4) Συγκροτώ:
- κροτήσαι την σύνοδον (Δούκ. 26517).
- 1)
- Β´ Aμτβ.
- 1) Xειροκροτώ:
- (Φλώρ. 706).
- 2) Προκαλώ «θόρυβο», κάνω μεγάλη εντύπωση, αποκτώ φήμη:
- οι μάθησές του … τρέχουσι και κροτούσι (Tζάνε Eμμ., Aφ. 14111).
- 1) Xειροκροτώ:
[αρχ. κροτέω. H λ. και σήμ.]
- Α´ Mτβ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρότωνας ο [krótonas] Ο5 : καλλωπιστικό φυτό εσωτερικού χώρου με λεία και παχιά φύλλα, που οι νευρώσεις τους έχουν αποχρώσεις κοκκινωπές ή κιτρινωπές.
[λόγ. κρότ(ων) -ωνας < νλατ. croton < αρχ. κροτών]