Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κροταφικός -ή -ό [krotafikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον κρόταφο: Kροταφική χώρα. Kροταφικό οστό. Kροταφικές αρτηρίες.
[λόγ. < μσν. κροταφικός < κρόταφ(ος) -ικός]