Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κροκαλοπαγής -ής -ές [krokalopajís] Ε10 : που έχει σχηματιστεί από αποστρογγυλεμένα θραύσματα πετρωμάτων: Kροκαλοπαγή στρώματα.
[λόγ. κροκάλ(η) -ο- + αρχ. -παγής (θ. του αρχ. πήγνυμι `στερεώνω΄, δες στο πήζω) κατά το συμπαγής]