Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κροκί το [krokí] Ο (άκλ.) : χάρτινο πατρόν.
[γαλλ. croquis `γρήγορο σκίτσο΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κροκί [krokí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του κρόκου του αυγού. || (ως ουσ.) το κροκί, το κροκί χρώμα.
[κρόκ(ος) 1 -ί 4]
[Λεξικό Κριαρά]
- κροκίδιος, επίθ.
-
- Που προέρχεται από το φυτό κρόκος:
- (Iατροσόφ. 6914).
[<ουσ. *κροκίδιν (<κρόκος) + κατάλ. ‑ιος]
- Που προέρχεται από το φυτό κρόκος: