Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κροκέτα η [krokéta] Ο25 : μικρή μπάλα από πουρέ πατάτας, κιμά, ψάρι ή άλλο υλικό που τηγανίζεται σε βούτυρο ή λάδι, αφού πασπαλιστεί με τριμμένη φρυγανιά και βουτηχτεί σε χτυπημένο αυγό.
[ιταλ. crocchetta < γαλλ. croquette]