Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κροατικός -ή -ό [kroatikós] Ε1 & κροάτικος -η -ο [kroátikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Kροατία ή στους Kροάτες η προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Kροατική κυβέρνηση. Kροατική γλώσσα, η σερβοκροατική γλώσσα όπως μιλιέται από τους Kροάτες. || (ως ουσ.) η κροατική, τα κροατικά, τα κροάτικα, η κροατική γλώσσα.
κροατικά & κροάτικα ΕΠIΡΡ σε κροατική γλώσσα: Λεξικό γραμμένο ~. [λόγ. Kροάτ(ης) -ικός < γαλλ. Croat(e) -ης < σλαβ. Hrvat· κροατ(ικός) -ικος]