Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κριτσίνι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κριτσίνι το [kritsíni] Ο44 : αρτοσκεύασμα μακρόστενο και ξεροψημένο, χωρίς ψίχα, συνήθ. με σουσάμι.

[ιταλ. αρσ. grissino, πληθ. grissini που θεωρήθηκε ουδ. εν. ίσως με παρετυμ. του ηχομιμ. κριτς (κριτς)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες