Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κριτικός ο [kritikós] Ο17 θηλ. κριτικός [kritikós] Ο34 : ειδικός στην παρουσίαση και αξιολόγηση έργων πνευματικής δημιουργίας.
[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. κριτικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κριτικός -ή -ό [kritikós] Ε1 : 1. που είναι ικανός να κρίνει, που έχει αναπτυγμένη κρίση: ~ νους. Kριτική σκέψη. Kριτικό πνεύμα. || Kριτική μνή μη, που στηρίζεται σε λογικούς συσχετισμούς. || που είναι επιφορτισμένος να εκφέρει κρίση: H κριτική επιτροπή για τα λογοτεχνικά βραβεία / του φεστιβάλ κινηματογράφου. 2. που αναφέρεται στην κριτική1: Kριτι κή παρέμβαση. Kριτική παρουσίαση των γεγονότων της χρονιάς. || Kριτι κή θεωρία. Kριτική έκδοση* (κειμένου). Kριτικό υπόμνημα*. || (ως ουσ.) ο κριτικός*.
κριτικά ΕΠIΡΡ 1. Σκέφτεται ~. 2. Tο έργο του αντιμετωπίστηκε πολύ ~, με αυστηρή κριτική2. [λόγ. < αρχ. κριτικός `ικανός να διακρίνει, λογοτεχνικός κριτικός΄ & σημδ. γαλλ. critique & νλατ. criticus]