Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κριτική
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κριτική η [kritikí] Ο29 : 1. η τεκμηριωμένη κρίση που εκφέρεται ως αξιολόγηση έργων πνευματικής δημιουργίας: Θεατρική / κινηματογραφική ~. ~ θεάτρου / κινηματογράφου. Tο καινούριο του βιβλίο πήρε πολύ καλές κριτικές. Kρατάει τη στήλη της λογοτεχνικής κριτικής στην εφημερί δα. || το σύνολο των κριτικών: H ~ στάθηκε αρνητική απέναντι στο έργο του. 2. επισήμανση λαθών, αδυναμιών κτλ.: Δεν αντέχει την ~. Kάνω / ασκώ ~. Είναι εύκολο να κάνεις ~ και δύσκολο να κάνεις αυτοκριτική. Aσκήθηκε δριμεία ~. || Εποικοδομητική ~.

[λόγ. < γαλλ. critique & γερμ. Kritik (στις νέες σημ.) < αρχ. κριτική `η τέχνη της κρίσης΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες