Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κριτικάρω [kritikáro] -ομαι Ρ6 : ασκώ αρνητική ή κακόπιστη κριτική, κυρίως σε ό,τι έχει σχέση με τις ενέργειες και τη συμπεριφορά κάποιου: ~ κπ. για κτ. Δε μ΄ αρέσει να ~.
[ιταλ. criticar(e) -ω]