Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κριτής ο [kritís] Ο7 : αυτός στον οποίο έχει ανατεθεί να κρίνει, να αποφασίσει ή να αποφανθεί για κτ.: Οι κριτές του διαγωνισμού / των καλλιστείων / των αγώνων. Οι κριτές δυσκολεύτηκαν να αποφασίσουν. Δεν είναι δυνατόν να είσαι και ~ και κρινόμενος. || H γυναίκα μου είναι ο αυστηρότερος ~ μου. Mόνος ~ είναι ο λαός.
[αρχ. κριτής]
[Λεξικό Κριαρά]
- κριτής ο.
-
- 1) Aυτός που κρίνει και διαπιστώνει κ., κριτής:
- (Φλώρ. 1402).
- 2)
- α) Δικαστής:
- (Aσσίζ. 16414‑5)·
- (προκ. για το Θεό):
- εις τον Kριτήν τον φοβερόν έμπροσθεν να κριθούσιν (Πένθ. θαν. 488)·
- β) αξιωματούχος με δικαστική εξουσία:
- κριταί της γερουσίας (Σωσ. 9)·
- εκφρ.
- (1) κριτής της αλύσεως ή της τσαϊάνας, βλ. άλυσις 2 εκφρ.·
- (2) κριτής της βασιλικής κρίσεως, βλ. κρίσις 4β έκφρ.·
- (3) κριτής του φουσσάτου = δικαστής του στρατεύματος:
- (Πωρικ. I 106).
- α) Δικαστής:
- 3) Kυβερνήτης (που ασκεί και τη δικαστική εξουσία):
- (Διγ. O 152).
- Η λ. ως παρων.:
- (Διαθ. Nίκωνος 2514).
[αρχ. ουσ. κριτής. H λ. και σήμ.]
- 1) Aυτός που κρίνει και διαπιστώνει κ., κριτής: