Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρισιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κρισιά η.
  • Kρίση·
    • φρ. κάνω κρισιά = κρίνω, δικάζω:
      • (Πεντ. Γέν. XVIII 19).

[<ουσ. κρίση με επίδρ. των ουσ. σε ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες