Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κριματεύγω.
-
- Σφάλλω, αμαρτάνω:
- σα λωλός … σφάνει και κριματεύγει (Πιστ. βοσκ. I 5, 45).
[<ουσ. κρίμα + κατάλ. ‑εύ(γ)ω]
- Σφάλλω, αμαρτάνω:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. κρίμα + κατάλ. ‑εύ(γ)ω]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |