Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κριματεύγω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κριματεύγω.
  • Σφάλλω, αμαρτάνω:
    • σα λωλός … σφάνει και κριματεύγει (Πιστ. βοσκ. I 5, 45).

[<ουσ. κρίμα + κατάλ. εύ(γ)ω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες