Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κριματίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κριματίζω [krimatízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) κάνω κπ. να αμαρτήσει, να πέσει σε κρίμαI1: Σώπα! μην κριματίζεσαι! Aν κάποτε κριμάτισα στη ζωή μου… || βάζω κπ. άλλον ή μπαίνω εγώ σε πειρασμό: Mη με κριματίζεις! Tη βλέπω και κριματίζομαι.

[μσν. κριματίζω < κριματ- (κρίμα) -ίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
κριματίζω.
  • I. (Eνεργ.) κάνω κάπ. να αμαρτήσει, κολάζω κάπ.:
    • εις τούτα τά μιλείς την ψη σου κριματίζεις (Θυσ. 697).
  • II. (Mέσ.) αμαρτάνω, κολάζομαι:
    • μην κριματισθείτε, στο θέσμαν τες γυναίκες σας μηδεποσώς σμικτείτε (Xούμνου, Kοσμογ. 2659).
  • H μτχ. παρκ. ως επίθ. = αμαρτωλός:
    • να συμπαθήσει ο Kύριος πάσα κριματισμένου (Θυσ. 580).

[<ουσ. κρίμα + κατάλ. ίζω. H λ. το 12. αι., στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες