Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κριθαρίδα η.
-
- Kριθαρένιο ψωμί:
- (Διήγ. παιδ. 367).
[<ουσ. κριθάρι + κατάλ. ‑ίδα. H λ. σε ιατροσόφιο (Σάθας, ΜΒ Ϛʹ λδ´)]
- Kριθαρένιο ψωμί:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. κριθάρι + κατάλ. ‑ίδα. H λ. σε ιατροσόφιο (Σάθας, ΜΒ Ϛʹ λδ´)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |