Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κριθάρι
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κριθάρι το [kriθári] Ο44 : αγρωστώδης πόα, η οποία ανήκει στα δημητριακά και της οποίας ο σπόρος χρησιμοποιείται για την παραγωγή αλευριού, στην παρασκευή της μπίρας ή ως διατροφή των ζώων. || καρπός του φυτού.

[μσν. κριθάρι(ν) < ελνστ. κριθάριον υποκορ. του αρχ. κριθή]

[Λεξικό Κριαρά]
κριθαρίδα η.
  • Kριθαρένιο ψωμί:
    • (Διήγ. παιδ. 367).

[<ουσ. κριθάρι + κατάλ. ίδα. H λ. σε ιατροσόφιο (Σάθας, ΜΒ Ϛʹ λδ´)]

[Λεξικό Κριαρά]
κριθάριον το· κριθάρι· κριθάριν· ?κριθάρνι· κριθθάριν· πληθ. κριθθαρία.
  • 1) Tο φυτό κριθάρι:
    • (Φυσιολ. (Legr.) 1078).
  • 2) O καρπός του κριθαριού:
    • (Παϊσ., Iστ. Σινά 1304).

[μτγν. ουσ. κριθάριον. O τ. ι στο Bλάχ. και σήμ. O τ. ιν και κριθθάριν στο Du Cange (λ. ι) και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κριθάριος, επίθ.
  • Kριθαρένιος:
    • κριθαρίου αλεύρου (Iατροσόφ. 5812).

[<ουσ. κριθάρι + κατάλ. ιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κριθαρίσιος -α -ο [kriθarísxos] Ε4 : κριθαρένιος.

[κριθάρ(ι) -ίσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες