Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κριάρι το [kriári] Ο44 : αρσενικό πρόβατο με δυνατά, συνεστραμμένα κέρατα. ΠAΡ Tου φτωχού τ΄ αρνί, ~ δε γίνεται, ο φτωχός δεν μπορεί εύκο λα να γίνει πλούσιος.
[μσν. κριάρι(ν) < κριάριον υποκορ. του αρχ. κρι(ός) -άριον > -άρι]
[Λεξικό Κριαρά]
- κριάριον το· κράρι· κριάρι· κριάριν.
-
- Aρσενικό πρόβατο, κριάρι:
- (Ορνεοσ. αγρ. 55818), (Πεντ. Δευτ. XXXII 14).
[<ουσ. κριός + κατάλ. ‑άριον. O τ. ‑ι στο Meursius (‑η) και σήμ.]
- Aρσενικό πρόβατο, κριάρι: