Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρησφύγετο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρησφύγετο το [krisfíjeto] Ο41 : τόπος στον οποίο καταφεύγει κάποιος για να κρυφτεί και να σωθεί από τους διώκτες του: Tα βουνά ήταν ~ των ληστών. H αστυνομία ανακάλυψε το σπίτι που χρησιμοποιούσαν οι τρομοκράτες ως ~.

[λόγ. < αρχ. κρησφύγετον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες