Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρετόν το [kretón] Ο (άκλ.) : είδος λεπτού και στερεού βαμβακερού υφάσματος από το οποίο κατασκευάζονται κουρτίνες, καλύμματα επίπλων κτλ.
[λόγ. < γαλλ. cretonne < τοπων. Creton (πόλη της Γαλλίας όπου πρωτοκατασκευάστηκε)]