Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρετινισμός ο [kretinizmós] Ο17 : (ιατρ.) διανοητική και σωματική καθυστέρηση η οποία οφείλεται σε βαριά ανεπάρκεια του θυρεοειδή κατά τη βρεφονηπιακή και την παιδική ηλικία. || (επέκτ.) σε έκφραση υπερβολής, χαρακτηρισμός εξαιρετικά ανόητου λόγου ή πράξης.
[λόγ. < γαλλ. crétinisme (-isme = -ισμός)]