Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρετίνος ο [kretínos] Ο18 : αυτός που πάσχει από κρετινισμό. || σε έκφραση υπερβολής, χαρακτηρισμός ανθρώπου ανόητου, βλάκα.
[λόγ. αντδ. < ιταλ. cretino -ς < γαλλ. crétin (στη νέα σημ.) < νότ. διάλ. cretin `χριστιανός, καθυστερημένος σωματικά και πνευματικά΄ (με την έννοια πως κι αυτοί είναι ανθρώπινα όντα) < λατ. christianus < ελνστ. χριστιανός]