Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρεσέντο το [kreséndo] Ο (άκλ.) : (μουσ.) όρος με τον οποίο δηλώνεται η βαθμιαία αύξηση της έντασης των ήχων κατά την εκτέλεση ενός μουσικού κομματιού, καθώς και το αντίστοιχο σημάδι. || (μτφ.): Σ΄ ένα ~ παροξυσμού.
[ιταλ. crescendo]