Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρεοφαγία η [kreofajía] Ο25 : διατροφή με κρέας· κρεατοφαγία: Tις ημέρες της νηστείας απαγορεύεται η ~.
[λόγ. < αρχ. κρεοφαγία `η ιδιότητα του σαρκοφάγου΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- κρεοφαγία η.
-
- Tο να τρώει κάπ. κρέας:
- (Bίος Aλ. 4795).
[αρχ. ουσ. κρεοφαγία. H λ. και σήμ.]
- Tο να τρώει κάπ. κρέας: