Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρεολός ο [kreolós] Ο17 θηλ. κρεολή [kreolí] Ο29 : 1. αυτός που γεννήθηκε στις αποικίες της Aμερικής, ιδίως στις Aντίλες ή στην Πολυνησία, από Ευρωπαίους γονείς. || μιγάδας, ιδίως αυτός που προέρχεται από τον παραπάνω γεωγραφικό χώρο. 2. (γλωσσ., συνήθ. ως επίθ.) κρεολές γλώσσες, γλώσσες που προέρχονται από την ανάμειξη δύο ή περισσότερων γλωσσών και γίνονται η κύρια γλώσσα ενός τόπου.
[λόγ. < γαλλ. créol(e) -ός· λόγ. κρεολ(ός) -ή]