Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρεμώδης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κρεμώδης, επίθ.,
βλ. κρημνώδης.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρεμώδης -ης -ες [kremóδis] Ε11 : για κτ. που έχει την υφή κρέμας.

[λόγ. κρέμ(α) -ώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες