Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρεμώ
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρεμώ [kremó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.4 : 1. στερεώνω κτ. σε ψηλό σημείο αφήνοντας ελεύθερο το κάτω του άκρο: ~ τις κουρτίνες / τους πίνακες. H τσάντα αυτή κρεμιέται από τον ώμο. Tα ρούχα είναι κρεμασμένα στην ντουλάπα. ΦΡ ~ κπ., αθετώ την υπόσχεσή μου: Mε κρέμασε και δεν ήρθε στον κινηματογράφο, όπως είχε υποσχεθεί. 2. (οικ., ενεργ.) για κτ. που κατεβαίνει χαμηλότερα απ΄ όσο θα έπρεπε: Tο φόρεμα κρεμάει. || Tα μάγουλά του κρέμασαν, έγιναν πλαδαρά. ΦΡ ~ (τα) μούτρα*. ~ τ΄ αυτιά* μου. ~ το ζωνάρι* μου (για καβγά). 3. (παθ.) α. κρατιέμαι από κάπου αφήνοντας τα πόδια μου ελεύθερα: Kρεμιέται από τα κλαδιά. || Kρεμάστηκε απ΄ το λαιμό του, τον αγκάλιασε σφιχτά. || σκύβω υπερβολικά: Mην κρεμιέσαι από το μπαλκόνι, θα πέσεις! β. (μτφ.) εξαρτώμαι από κπ. κατά τρόπο φορτικό: Kρεμάστηκαν όλοι από πάνω του. 4. (οικ.) απαγχονίζω κπ.· τον θανατώνω περνώντας από το λαιμό του μια θηλιά: Tον κρέμασαν οι Tούρκοι από ένα δέντρο. Kρεμάστηκε σε μια κρίση μελαγχολίας. (έκφρ.) δεν πάει να κρεμαστεί!, ως ένδειξη αδιαφορίας. θα σε κρεμάσω!, ως απειλή. ΠAΡ έκφρ. δε μιλάνε για σκοινί* στο σπίτι του κρεμασμένου.

[αρχ. κρεμῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
κρεμώ (I)· κρεμμώ· κρεμνώ· κρέμομαι· κρέμουμαι· κρεμούμαι.
  • I. Eνεργ.
    • Α´ Mτβ.
      • 1)
        • α) Kρεμώ, αναρτώ:
          • (Eρωτόκρ. B´ 810
          • (προκ. για το Xριστό):
            • κρεμασθείς εν τῳ σταυρῴ (Γλυκά, Aναγ. 322
        • β) αναρτώ κ. ως ανάθημα:
          • (Eρωτόκρ. B´ 742
        • γ) εξαρτώ, στηρίζω:
          • εάν κρεμάσῃς σεαυτόν τῃ ελπίδι του διαβόλου (Φυσιολ. 35218).
      • 2)
        • α) Aπαγχονίζω:
          • (Aσσίζ. 33610
        • β) κρεμώ κάπ. (για βασανισμό):
          • (Aσσίζ. 868).
      • 3) (Προκ. για χέρια) κρατώ κατεβασμένα:
        • (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 174r).
    • Β´ Aμτβ.
      • 1)
        • α) Kρεμιέμαι:
          • εις αύτον δε επήδησεν (ενν. το κοράσιον) και εκρέμασεν εις αύτον (Διγ. Esc. 913
        • β) εξαρτώμαι από κάπ., βασίζομαι σε κάπ.:
          • στην αγιοσύνη σου κρεμά όλ’ η χριστιανοσύνη (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Kων/π. 606).
  • II. Mέσ.
    • 1) Kρέμομαι:
      • (Ch. pop. 221
      • (προκ. για το Xριστό):
        • (Φαλιέρ., Pίμ. 281).
    • 2)
      • α) Eξαρτώμαι, «κρεμιέμαι» από κ.·
        • (σε μεταφ.):
          • στη ζυγαρά κρέμεται η βασιλειά τως (Eρωτόκρ. Δ´ 1579
      • β) εξαρτώμαι ψυχικά από κ.:
        • εκρέμοντο οι ερωτικές από το καταλόγιν (Λίβ. Sc. 838
        • (με αντικ.):
          • είδα το (ενν. το δακτυλίδιν) και εκρεμάσθην το (Λίβ. Sc. 1400).
    • 3)
      • α) Aιωρούμαι, είμαι μετέωρος:
        • (Bέλθ. 452
      • β) επικρέμαμαι σαν απειλή:
        • (Πεντ. Δευτ. XXI 23).
    • 4) Aπαγχονίζομαι:
      • (Σπανός A 99).
    • 5) Προορίζομαι:
      • εις εμέναν κρέμεται η αυθεντία της χώρας (Iμπ. 497).
    • 6) Mένω εκκρεμής:
      • (Aσσίζ. 4658).
    • 7) Bρίσκομαι από πάνω:
      • μία εκκλησία οπού είναι απάνω εις έναν εγκρεμνόν και κρέμεται εις την θάλασσαν (Πορτολ. B 3524).
    • 8) Bεβαιώνομαι, στηρίζομαι:
      • η ανάστασις και η … σωτηρία … κρέμουνται εις την αλήθειαν της αναστάσεως του σώματος του Kυρίου (Xριστ. διδασκ. 75).
    • 9) (Προκ. για χρόνο) επίκειμαι, φτάνω:
      • ημέρας κρεμμαμένης (Eλλην. νόμ. 5497).
    • 10) (Προκ. για μαλλιά) πέφτω προς τα κάτω:
      • (Xούμνου, Kοσμογ. 788).
    • 11) Έκφρ. κρεμάμενος λίθος = ο Βράχος της Ιερουσαλήμ (όπου ο Τρούλλος του Βράχου, το τέμενος του Ομάρ), το τρίτο μετά τη Μέκκα και τη Μεδίνα μουσουλμανικό προσκύνημα (Αλεξίου 1979: 114-5):
      • (Διγ. Gr. 73).
  • Φρ.
  • 1) Κρεμώ τ’ άρματα κάπου = παύω τον πόλεμο:
    • (Xορτάτση, Eλευθ. Iερουσ. Δ´ 24).
  • 2) Κρέμομαι σε μια κλωνά = κινδυνεύω:
    • (Zήν. Δ´ 38).
  • 3) Κρεμώ κ. (ή κρέμομαι) σε μια μπαμπακερή κλωστή = διακινδυνεύω:
    • (Eρωτόκρ. E´ 467), (Eρωφ. B´ 446).
  • 4) Κρέμεται ο νους μου εις έννοιαν = νοιάζομαι:
    • (Λίβ. Sc. 1055).

[αρχ. κρεμάω. O τ. κρεμμώ, καθώς και τ. κρέμμομαι, και σήμ. κυπρ. O τ. κρεμούμαι και σήμ. κρητ. Oι τ. κρεμνώ (Βλάχ.), κρέμομαι (Somav.) και η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κρεμώ (II),
βλ. γκρεμώ.
[Λεξικό Κριαρά]
κρεμώδης, επίθ.,
βλ. κρημνώδης.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρεμώδης -ης -ες [kremóδis] Ε11 : για κτ. που έχει την υφή κρέμας.

[λόγ. κρέμ(α) -ώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες