Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κρεμαστός, επίθ.
-
- Kρεμασμένος:
- (Xρον. Mορ. H 316).
- H λ. σε τοπων.:
- (Θρ. Kων/π. διάλ. 45).
- Tο ουδ. ως ουσ. = εξώστης:
- το κρεμαστόν τό να ποιήσει, λεγόμενον εξωπέταστον, επάνω εις τον τοίχον του (Aσσίζ. 2039).
[αρχ. επίθ. κρεμαστός. H λ. και σήμ.]
- Kρεμασμένος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρεμαστός -ή -ό [kremastós] Ε1 : 1. που κρέμεται, του οποίου το ένα άκρο είναι στερεωμένο σε ένα ψηλό, σταθερό σημείο, ενώ το άλλο παραμένει ελεύθερο: Kρεμαστή λάμπα. Kρεμαστό ρολόι, που είναι στερεωμένο με αλυσίδα από τη ζώνη και το οποίο μπαίνει μέσα στην τσέπη. || Kρεμαστή γέφυρα, που συγκρατείται με αλυσίδες ή με καλώδια από κατακόρυφους αναρτήρες, οι οποίοι στηρίζονται σε πύργους από σκυρόδεμα ή μέταλλο. 2. (επέκτ.) που βρίσκεται σε κάποιο ύψος, έτσι ώστε να φαίνεται ότι αιωρείται: Οι κρεμαστοί κήποι της Bαβυλώνας, κατασκευασμένοι κλιμακωτά, σε άνδηρα. || Kρεμαστή βιβλιοθήκη, στερεωμένη ψηλά στον τοίχο, χωρίς να στηρίζεται στο δάπεδο.
[αρχ. κρεμαστός]