Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρεατοφάγος ο [kreatofáγos] Ο18 θηλ. κρεατοφάγος [kreatofáγos] Ο35 : αυτός που διατρέφεται με κρέας ή που έχει το κρέας ως βασικό είδος διατροφής· κρεοφάγος.
[λόγ. κρεατο- + -φάγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Κριαρά]
- κρεατοφάγος, επίθ.· κρεατοφάς.
-
- Που τρώει πολύ κρέας· κοιλιόδουλος:
- κρεατοφάς και μεθυστής (Πεντ. Δευτ. XXI 20).
[<ουσ. κρέας + ‑φάγος. T. κρα‑ στο Bλάχ. και κρετσοφάς σήμ. κρητ. H λ. και σήμ.]
- Που τρώει πολύ κρέας· κοιλιόδουλος: