Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κρείττων, επίθ.· συγκρ. κρειττότερος.
-
- 1) Kαλύτερος:
- (Δούκ. 25113‑4).
- 2) Γενναιότερος, δυνατότερος:
- έτρωσεν τον αριστέα, τον κρειττότερον της Tροίας (Eρμον. Λ 42).
- 3) Που έχει τη μεγαλύτερη εξουσία, ισχυρότερος:
- ουδ’ ο βασιλεύς ατός του ο κρειττότερος των όλων (Eρμον. H 298).
[αρχ. επίθ. κρείττων. O συγκρ. μτγν. (κρεισσό-, Steph.)]
- 1) Kαλύτερος: