Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κραυγαλέος -α -ο [kravγaléos] Ε4 : που είναι εξαιρετικά έντονος, με αποτέλεσμα να τραβάει την προσοχή και να προκαλεί αρνητικά σχόλια, που δεν είναι καθόλου διακριτικός: Kραυγαλέα χρώματα. Kραυγαλέο ντύσιμο. || προκλητικός: Kραυγαλέα αδικία. Kραυγαλέο παράδειγμα καιροσκοπισμού. ~ πλούτος.
κραυγαλέα ΕΠIΡΡ με τρόπο προκλητικό, χωρίς προσπάθεια να κρατηθούν τα προσχήματα: Ο νόμος που ψηφίστηκε είναι ~ αντισυνταγματικός. [λόγ. κραυγ(ή) -αλέος]