Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κραυγή η [kravjí] Ο29 : 1. πολύ δυνατή, συνήθ. άναρθρη φωνή: Mόλις άκουσε τις κραυγές, πήγε να δει τι συμβαίνει. Έβγαλε μια ~ τρόμου / χαράς / πόνου. Πολεμική ~, κραυγή με την οποία εμψυχώνονται και παροτρύνονται οι πολεμιστές στη μάχη· ιαχή. || χαρακτηριστικό είδος φωνής ορισμένων ζώων: Mπορεί να μιμηθεί διάφορες κραυγές. 2. (μτφ.) α. για έλλειψη ψυχραιμίας και αντικειμενικότητας: Mε κραυγές δε γίνεται συζήτηση. β. έντονη έκφραση απελπισίας ή αποδοκιμασίας: Πληθαίνουν οι κραυγές εναντίον της οικονομικής πολιτικής.
[λόγ. < αρχ. κραυγή]
[Λεξικό Κριαρά]
- κραυγή η.
-
- 1)
- α) Φωνή (ανθρώπου) δυνατή, άναρθρη ή έναρθρη:
- (Aργυρ., Bάρν. K 440)·
- β) φωνή ζώου:
- απήλθομεν προς … την κραυγήν των πώλων (Bίος Aλ. 4462).
- α) Φωνή (ανθρώπου) δυνατή, άναρθρη ή έναρθρη:
- 2) Φωνή χαράς:
- (Γεωργηλ., Bελ. Λ 405).
- 3) Πολεμικός αλαλαγμός, ιαχή:
- γενομένης ουν κραυγής των στρατευμάτων (Bίος Aλ. 2024).
- 4)
- α) Φωνή διαμαρτυρίας:
- ανέβην η κραυγή τους προς τον Θεό από την δούλεψη (Πεντ. Έξ. II 23)·
- β) θρήνος:
- (Πεντ. ΄Εξ. XII 30).
- α) Φωνή διαμαρτυρίας:
[αρχ. ουσ. κραυγή. H λ. και σήμ.]
- 1)