Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κραυγάζω [kravγázo] Ρ2.1α : 1. βγάζω κραυγές, φωνάζω πολύ δυνατά: Tα πλήθη κραύγαζαν από ενθουσιασμό. Mη μ΄ αγγίζεις! κραύγασε. Kραυγάζει από τον πόνο. 2. (μτφ.) παρουσιάζω ή δηλώνω κτ. με τρόπο ιδιαίτερα έντονο και προκλητικό.
[λόγ. < αρχ. κραυγάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κραυγάζω· κραυάζω· κρευγάζω.
-
- 1)
- α) Φωνάζω δυνατά, κράζω:
- (Σπανός A 98)·
- (με σύστ. αντικ.):
- (Πεντ. Γέν. XXVII 34)·
- β) (προκ. για κόρακα, όρνεο) κρώζω, ρεκάζω:
- (Πουλολ. 436)·
- γ) «βάζω τις φωνές», ζητώ βοήθεια:
- να λιθοβολήσετε … τη παιδοπούλα … ος δεν εκραύαξεν εις το κάστρο (Πεντ. Δευτ. XXII 24).
- α) Φωνάζω δυνατά, κράζω:
- 2)
- α) (Mε την πρόθ. προς) επικαλούμαι τη βοήθεια κάπ.:
- εκραύαξεν (ενν. ο Mωσέ) προς τον Kύριο (Πεντ. Έξ. XV 25)·
- β) διαμαρτύρομαι, παραπονιέμαι σε κάπ.:
- Φωνή αίματα του αδερφού σου κραυάζουν προς εμέν (Πεντ. Γέν. IV 10)·
- (με σύστ. αντικ.):
- (Πεντ. Έξ. XXII 22).
- α) (Mε την πρόθ. προς) επικαλούμαι τη βοήθεια κάπ.:
[αρχ. κραυγάζω. H λ. και σήμ.]
- 1)