Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρατών -ούσα -ούν [kratón] Ε12β : (λόγ.) 1. που επικρατεί: H κρατούσα κατάσταση / τάξη / αντίληψη. Tο κρατούν καθεστώς. 2. (ως ουσ.) οι κρατούντες, αυτοί που έχουν την εξουσία.
[λόγ. < αρχ. κρατῶν ὁ, κρατοῦντες οἱ, μεε. του κρατῶ (στη σημ.: `κυριαρχώ΄)]