Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρατούμενος ο [kratúmenos] Ο20α θηλ. κρατούμενη [kratúmeni] Ο32 & κρατουμένη [kratuméni] Ο30 γεν. πληθ. κρατουμένων : αυτός ο οποίος κρατείται έγκλειστος στη φυλακή ή στο κρατητήριο: Πολιτικοί / ποινικοί κρατούμενοι. Εξέγερση των κρατουμένων στις φυλακές Kορυδαλλού.
[λόγ. μπε. του αρχ. κρατῶ (στην ελνστ. σημ.: `συλλαμβάνω΄) σημδ. γαλλ. détenu· λόγ. κρατού(μενος) -μένη και προσαρμ. στο τονικό σχ. της δημοτ.]