Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρατικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρατικός -ή -ό [kratikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στο κράτος· δημόσιος1: Kρατική υπηρεσία. Kρατικό Ίδρυμα. Kρατικά έγγραφα / αρχεία. ~ φορέας. Kρατικό Θέατρο. ~ προϋπολογισμός. || ~ καπιταλισμός. 2. που γίνεται, που ασκείται από το κράτος: ~ παρεμβατισμός. ~ έλεγχος. Kρατική πολιτική / μέριμνα.

[λόγ. κράτ(ος) -ικός μτφρδ. γαλλ. étatique, de l΄état & γερμ. staatlich]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες