Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρασοπατέρας ο [krasopatéras] Ο2 : (οικ.) αυτός που αγαπάει πολύ το κρασί και πίνει πολύ και μεγάλη ποσότητα· κρασοκανάτα.
[μσν. κρασοπατέρας < κρασο- + πατέρας]
[Λεξικό Κριαρά]
- κρασοπατέρας ο.
-
- Iερωμένος, κυρίως μοναχός, που πίνει πολύ·
- (γενικ.) μεγάλος πότης:
- (Συναδ. φ. 41r‑v), (Kρασοπ. AO τίτλ., S 13, κ.α).
- (γενικ.) μεγάλος πότης:
[<ουσ. κρασίν + πατέρας. H λ. και σήμ.]
- Iερωμένος, κυρίως μοναχός, που πίνει πολύ·