Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κρασάκι το.
-
- Kρασί (θωπευτ.):
- (Πτωχολ. A 127).
[<ουσ. κρασίν + κατάλ. ‑άκι. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Kρασί (θωπευτ.):
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. κρασίν + κατάλ. ‑άκι. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |