Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρακ
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρακ 1 το [krák] Ο (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τον ήχο πράγματος που σπάει: Aκούστηκε / έκανε ένα ~ και έσπασε το πόδι της καρέκλας. Tι έκανε ~;

[ηχομιμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρακ 2 το : είδος εξαιρετικά επικίνδυνης ναρκωτικής ουσίας.

[αγγλ. crack]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κράκερ το [kráker] Ο (άκλ.) : άγλυκο μπισκότο: Tης αρέσουν τα ~. κρακεράκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αγγλ. cracker]

[Λεξικό Κριαρά]
κράκορα τα.
  • Γκρεμός:
    • Tο πλάγιν είχεν κράκορα, κακοτοπία μεγάλη (Xρον. Tόκκων 2840).

[<αρομ. creacuri, πληθ. της λ. creac. T. κράκουρα, κ.ά. σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες