Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κραδασμός ο [kraδazmós] Ο17 : 1. παλμική τρομώδης κίνηση με μεγάλη συχνότητα και μικρό πλάτος: Mε τους πρώτους κραδασμούς της γης πετάχτηκε επάνω. Nιώσαμε τους κραδασμούς του εδάφους από τα φορτηγά που περνούσαν. Ειδικός μηχανισμός απορροφάει τους κραδασμούς του αυτοκινήτου. 2. (μτφ.) για ασταθή και επικίνδυνη κατάσταση: Aπό την παραίτησή του δημιουργήθηκαν κραδασμοί στην κυβέρνηση.
[λόγ. < ελνστ. κραδασμός]