Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κραδαίνω [kraδéno] -ομαι Ρ7.2 (μόνο στο ενεστ. θ.) : 1. σείω, κουνώ απειλητικά κτ. εναντίον κάποιου: ~ το σπαθί / το μπαστούνι / την ομπρέλα. Όρμησε εναντίον του κραδαίνοντας ένα τεράστιο μαχαίρι. || (επέκτ.): Mπήκε κραδαίνοντας το χαρτί της απόλυσης. 2. (μτφ.) χρησιμοποιώ κτ. ως απειλή, επισείω κτ. εναντίον κάποιου: Mας κραδαίνουν συνεχώς τον κίνδυνο της οικονομικής κατάρρευσης για να δικαιολογήσουν τα χαμηλά ημερομίσθια.
[λόγ. < αρχ. κραδαίνω]