Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κραγιόν το [krajón] Ο (άκλ.) : είδος καλλυντικού που χρησιμοποιούν οι γυναίκες για το βάψιμο των χειλιών.
[λόγ. < γαλλ. crayon (ορθογρ. δαν.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κραγιόνι το [krajóni] Ο44 : 1. μολύβι ζωγραφικής με χρώμα. 2. είδος ζωγραφικής με κραγιόνια καθώς και το αντίστοιχο έργο.
[κραγιόν -ι]