Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρίνα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κρίνα η.
  • Kρίνος·
    • (εδώ μεταφ.):
      • να ’χει την αγάπην της της πλουμισμένης κρίνας (Θησ. E´ [456]).

[<ουσ. κρίνος με αλλαγή γένους. H λ. στο Somav.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες