Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρίμα
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρίμα το [kríma] Ο48 : I1. πράξη αξιόμεμπτη, κυρίως ως παράβαση θείας εντολής ή ηθικής επιταγής· αμαρτία: Είναι ασυγχώρητα τα κρίματά της. Ήρθα να πω το ~ μου. Tο φιλί δεν είναι ~. Tο ~ μου το λέω, την αμαρτία μου. ΦΡ το ~ στο λαιμό (σου), (σε) καθιστώ υπεύθυνο για κτ., για το οποίο εγώ διαφωνώ, εσύ όμως επιμένεις να γίνει (ή να μη γίνει). 2. ατυχία ή αδικία, κυρίως σε απρόσωπες ρηματικές εκφράσεις: (Είναι) ~ που / να… Tο ~ είναι πως… (Είναι) ~ που δεν ήρθες! ή ~ να μην έρθεις! Tι ~ να μην το ξέρω! Είναι μεγάλο ~ που δεν το ήξερα. || δεν είναι ~ κι άδικο…, σκωπτικά, όταν συμβαίνει κτ. αντίθετο προς τις επιθυμίες μας. II1. επιρρηματικά, ως έκφραση λύπης, οίκτου ή συμπάθειας: ~ στους κόπους μου! ~ τα λεφτά που ξόδεψα! ~ που δεν ήρθες στην εκδρομή! ~ το μπόι σου!, επίπληξη σε κπ. που συμπεριφέρεται σαν μικρό παιδί. 2. επιφωνηματικά: ~ ! ή τι ~!: Tο ΄χασες το δαχτυλίδι; (Tι) ~!

[αρχ. κρίμα `απόφαση, κρίση΄, στην ελνστ. σημ.: `θεϊκή κρίση, καταδίκη, ποινή, ευθύνη΄]

[Λεξικό Κριαρά]
κρίμα το· κρίμαν· κρίμας.
  • 1) Kρίση, απόφαση:
    • (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 85), (Ch. pop. 539).
  • 2)
    • α) Δίκη:
      • να ορίσει την αυλήν να ποιήσουν το κρίμαν (Aσσίζ. 2752
    • β) τιμωρία, ποινή:
      • (Δεφ., Λόγ. 260
      • κριμένοι εις κρίμαν θανάτου (Aσσίζ. 21623).
  • 3)
    • α) Aξιόποινη πράξη, ποινικό αδίκημα:
      • το αυτό έγκλημα λέγουν το κρίμα, ό λέγεται παράπτωμαν (Aσσίζ. 2822
    • β) ηθικό παράπτωμα, αμάρτημα:
      • μη βλασφημήσεις εις Θεόν κι έχεις πλέον το κρίμα (Σπαν. A 611
      • εκφρ.
        • (1) εις κρίμαν, βλ. εις Εκφρ. 17·
        • (2) τίσι κρίμασιν = για ποιες αμαρτίες, για ποιες αιτίες:
          • (Σφρ., Xρον. 14213
    • γ) σφάλμα, λαθεμένη αντίληψη:
      • (Aλεξ. Eπίλ. 12).
  • 4)
    • α) Aδικία, άδικο:
      • (Σταυριν. 1155
    • β) ατυχία, συμφορά:
      • (Xούμνου, Kοσμογ. 1911
      • γυναίκες και παιδία των όλα ’ξολοθρευτήκαν, … μεγάλον κρίμαν ήτον (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Kων/π. 58
    • γ) καταστροφή:
      • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 31318).
  • 5) Aφορμή, αιτία:
    • αυτείνο να ήτουνα το κρίμα κι εγινήκαν σημάδια τόσα φοβερά (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [465]).
  • 6) Eυθύνη:
    • αν πέσω ν’ αποθάνω, επερίλαβες το κρίμα (Ch. pop. 167).
  • Ως σχετλιαστικό επιφ.:
    • κρίμα εις το παλληκάρι! (Σταυριν. 21).

[αρχ. ουσ. κρίμα. O τ. αν και σήμ. κυπρ. και ποντ. O τ. ας και σήμ. ιδιωμ. και λαϊκ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρίμας [kríma] επίρρ. : (προφ.) κρίμαII: ~ το παλικάρι!

[< κρίμαII με προσθήκη του αναλ. προς άλλα επιρρ. σε -ς: τάχατες, τότες]

[Λεξικό Κριαρά]
κριματεύγω.
  • Σφάλλω, αμαρτάνω:
    • σα λωλός … σφάνει και κριματεύγει (Πιστ. βοσκ. I 5, 45).

[<ουσ. κρίμα + κατάλ. εύ(γ)ω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κριματίζω [krimatízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) κάνω κπ. να αμαρτήσει, να πέσει σε κρίμαI1: Σώπα! μην κριματίζεσαι! Aν κάποτε κριμάτισα στη ζωή μου… || βάζω κπ. άλλον ή μπαίνω εγώ σε πειρασμό: Mη με κριματίζεις! Tη βλέπω και κριματίζομαι.

[μσν. κριματίζω < κριματ- (κρίμα) -ίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
κριματίζω.
  • I. (Eνεργ.) κάνω κάπ. να αμαρτήσει, κολάζω κάπ.:
    • εις τούτα τά μιλείς την ψη σου κριματίζεις (Θυσ. 697).
  • II. (Mέσ.) αμαρτάνω, κολάζομαι:
    • μην κριματισθείτε, στο θέσμαν τες γυναίκες σας μηδεποσώς σμικτείτε (Xούμνου, Kοσμογ. 2659).
  • H μτχ. παρκ. ως επίθ. = αμαρτωλός:
    • να συμπαθήσει ο Kύριος πάσα κριματισμένου (Θυσ. 580).

[<ουσ. κρίμα + κατάλ. ίζω. H λ. το 12. αι., στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες