Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρέπι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρέπι το [krépi] Ο44 : λεπτό μαύρο ύφασμα με το οποίο διακοσμούν σε ένδειξη πένθους ένα χώρο. || μαύρο πέπλο που φορούν οι βαρυπενθούσες γυναίκες.

[γαλλ. crêp(e) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες